- Γκάμπια
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια
Έκταση: 11.295 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Γ. είναι μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η πολιτική και διοικητική της δομή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τεχνητής διοικητικής διαίρεσης του αποικιοκρατικού συστήματος. Τον 18ο αι. οι Άγγλοι δημιούργησαν μία βάση στο δέλτα του ομώνυμου ποταμού, που χρησίμευε ως διέξοδος για το εμπόριό τους. Αργότερα, η χώρα προσαρτήθηκε για μια ορισμένη περίοδο από τους Γάλλους στη Σενεγάλη, σχηματίζοντας μία ενιαία επαρχία με την ονομασία Σενεγκάμπια. Παρά τις εναλλαγές των κατακτητών, όμως, η Γ. φέρει ανεξίτηλα τα ίχνη της αγγλικής κατοχής. Η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1965.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 6 διαμερίσματα: Μπανγιούλ (Βanjul, 270.540 κάτ.), Κάτω Ποταμός (Lower River, 65.146 κάτ.), Νησί Μακάρθι (ΜacCarthy Ιsland, 156.021 κάτ.), Βόρεια Όχθη (Νorth Βank, 156.462 κάτ.), Άνω Ποταμός (Upper River, 155.059 κάτ.) και Δυτική Γ. (Western, 234.917 κάτ.).Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, αλλά είναι διαδεδομένες και διάφορες διάλεκτοι όπως η μαντίνγκο και η ουολόφ. Οι κάτοικοι της Γ. είναι αμιγώς Αφρικανοί (99%) και ανήκουν στις φυλές Μαντίνγκα, Ουολόφ, Φούλα, Γιόλα και Σεραχούλι.Πολίτευμα της χώρας είναι η προεδρική δημοκρατία. Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1994 καταλύθηκε το προηγούμενο σύνταγμα του 1970. Η νέα στρατιωτική ηγεσία υποσχέθηκε εκλογές το 1996 και τροποποίηση του συντάγματος. Τον Αύγουστο του 1996 ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα που καθιέρωσε την πολυκομματική δημοκρατία. Επικεφαλής του κράτους και αρχηγός της κυβέρνησης είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την εθνική συνέλευση, που αποτελείται από 53 μέλη, 48 εκ των οποίων εκλέγονται με λαϊκή, καθολική ψηφοφορία για πενταετή θητεία ενώ τα πέντε διορίζονται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας.Στην πολιτική σκηνή της Γ. υπάρχουν πέντε κόμματα. Τα κυριότερα είναι η Συμμαχία για Πατριωτικό Αναπροσανατολισμό και ο συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος της Γ., του Λαϊκού Προοδευτικού Κόμματος και του Ενωμένου Δημοκρατικού Κόμματος, υπό την ηγεσία του Ουσάινου Νταρμπό. Αρχηγός του κράτους και πρωθυπουργός είναι από το 1996 ο πρόεδρος Γιάχια Τζάμε.Το δικαιοδοτικό σύστημα της χώρας περιλαμβάνει ανώτατο δικαστήριο, εφετείο και περιφερειακά δικαστήρια μικρότερου βαθμού. Διαφορές μεταξύ των μουσουλμάνων πολιτών δικάζονται σε ειδικά μουσουλμανικά δικαστήρια. Οι μικροδιαφορές σε επίπεδο κοινότητας συχνά εκδικάζονται από ομαδικά συμβούλια.Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (περ. 90%) πρεσβεύει τον ισλαμισμό, ενώ υπάρχουν και μειονότητες αγγλικανών, καθολικών και ανιμιστών.Το εκπαιδευτικό σύστημα της Γ. είναι επηρεασμένο από το αντίστοιχο αγγλικό. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκεί έξι χρόνια, είναι δωρεάν αλλά όχι υποχρεωτική, γεγονός που συμβάλλει στο υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού του πληθυσμού (41% το 2001). Η Γ. διαθέτει σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης αλλά δεν λειτουργεί κανένα πανεπιστήμιο.Την ευθύνη για την αμυντική προστασία της χώρας έχει ο στρατός, που περιλαμβάνει και ναυτικές μονάδες, και συμπληρώνεται από την εθνική αστυνομία και την προεδρική φρουρά. Οι στρατιωτικές δαπάνες το 2001 ανέρχονταν σε 2,6 εκατ. δολάρια ΗΠΑ.Η υγεία γενικά απορροφά ένα σημαντικό μέρος του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της Γ., παρά τις σημαντικές ελλείψεις στις υποδομές. Το 1997 αναλογούσε ένας γιατρός ανά 28.244 κατ.Το έδαφος της Γ. αποτελεί γεωγραφικό συμπλήρωμα της Σενεγάλης και εκτείνεται κατά μήκος του ομώνυμου ποταμού για περίπου 350 χλμ., σε μία στενή λωρίδα πλάτους όχι πάνω από 60 χλμ. · είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου επίπεδο και αποτελείται σε μεγάλο τμήμα του από αλουβιακές αμμώδεις και αργιλώδεις αποθέσεις του ποταμού. Στα ανατολικά της χώρας, χαμηλά υψώματα προαναγγέλλουν τα ανάγλυφα της περιοχής Φουτά Τζαλόν.Το κλίμα παρουσιάζει τις ιδιομορφίες της περιοχής του Σουδάν που έχει δύο κλιματικές εποχές: τους άνομβρους μήνες του χειμώνα, τους οποίους ακολουθεί η περίοδος των βροχών που οφείλεται στις μεταφορές ηπειρωτικών μαζών αέρα από τις νότιες περιοχές. Οι βροχοπτώσεις διαρκούν από 50 έως 60 ημέρες, μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου, και φτάνουν ετησίως τα 1.000 έως 1.500 χιλιοστά, ποσότητα που επαρκεί για την καλλιέργεια των αραχίδων (φυτά τα οποία σε μία περίοδο δύο ή τριών μηνών συμπληρώνουν τον κύκλο βλάστησής τους) χωρίς πότισμα. Οι πιο χαμηλές μέσες θερμοκρασίες (περίπου 25οC) παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών.Η βλάστηση της χώρας αντιπροσωπεύεται από τα τυπικά φυτά της σαβάνας (ακακίες κ.ά.) όταν βρίσκεται μακριά από τον ποταμό Γκάμπια ενώ κατά μήκος του ποταμού μετατρέπεται σε πυκνό δάσος με πολλά αειθαλή δέντρα και δάση από φοίνικες και μπαμπού. Κοντά στο δέλτα, όπου η θάλασσα λόγω των φυσικών φαινομένων εισχωρεί σε βάθος δεκάδων χιλιομέτρων, υπάρχουν εκτεταμένα μαγκρόβια δάση. Η πανίδα διαθέτει τα τυπικά χαρακτηριστικά των τροπικών περιοχών.Ο ποταμός Γκάμπια έχει συνολικό μήκος 850 χλμ. και πηγάζει έξω από το έδαφος της Γ., στο Φουτά Τζαλόν. Εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό με έναν μεγάλο ποταμόκολπο που δεν ενώνεται με την ξηρά, γεγονός που τον καθιστά κατάλληλο για τη ναυσιπλοΐα. Ο ποταμός αποτελεί την κυριότερη συγκοινωνιακή αρτηρία της Γ. και χρησιμοποιείται κυρίως για τη μεταφορά των αραχίδων από το εσωτερικό στο λιμάνι της Μπανγιούλ.Ο πληθυσμός της Γ. αποτελείται από διάφορες εθνικές ομάδες, συγγενείς με τις αντίστοιχες της Σενεγάλης. Κυριότερη εθνική ομάδα είναι η Μαντίνγκο ή Μαλίνκε (42% του συνολικού πληθυσμού), η οποία προέρχεται από την κοιλάδα του Νίγηρα. Κατάγεται από τη φυλή Μάντε που δημιούργησε την αυτοκρατορία του Μάλι· σήμερα έχουν αναμειχθεί με τους Φούλμπε και τους Τεκρούρ και κατοικούν κυρίως στην κάτω κοιλάδα του ποταμού. Ακολουθούν οι Φούλα (Φούλμπε) που είναι γεωργοί και κτηνοτρόφοι· οι Ουολόφ που ζουν κοντά στην ακτή· οι Ντιόλα που κατοικούν στην αριστερή όχθη του Γκάμπια και οι Σεναχούλι (Σερέρ). Το εθνικό μωσαϊκό συμπληρώνουν οι Σαρακολέ ή Σονίνγκε, οι οποίοι ζουν διασκορπισμένοι σχεδόν σε όλα τα μεγάλα κέντρα, αλλά είναι κυρίως εγκατεστημένοι σε αγροτικά χωριά, κοντά στον άνω ρου του Γκάμπια.Η δημογραφική ανάπτυξη της Γ. είναι αξιοσημείωτη, ιδιαίτερα κατά την πρόσφατη χρονική περίοδο (ετήσια αύξηση 3,1% το 2001) και οφείλεται κυρίως στον υψηλό δείκτη γεννήσεων. Το 1983 απογράφηκαν 688.000 άτομα, έναντι των 315.000 της απογραφής του 1963 ενώ το 2002 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 1.455.842 κατ.
Η μέση πυκνότητα είναι 129 κάτ. ανά τ. χλμ., με προσδόκιμο ζωής τα 51,6 χρόνια για τους άνδρες και τα 55,5 για τις γυναίκες.
Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού ζει στις όχθες του ποταμού, σε σημεία όπου υπάρχουν πολλά κέντρα τα οποία λειτουργούν ως αγορές και έξοδοι των προϊόντων των φυτειών του εσωτερικού. Στην περιοχή της σαβάνας ο πληθυσμός είναι ομαλά κατανεμημένος σε οικισμούς. Σε αυτούς ζουν ομάδες ανθρώπων που ασχολούνται είτε με εκσυγχρονισμένες αγροτικές δραστηριότητες είτε με την παραδοσιακή γεωργία, που έχει ως στόχο της τον επισιτισμό των κατοίκων.Το ποσοστό αστικοποίησης είναι περίπου 28% του συνολικού πληθυσμού. Ο μεγαλύτερος όγκος του αστικού πληθυσμού είναι εγκατεστημένος κυρίως στην περιοχή της πρωτεύουσας Μπανγιούλ (Banjul, 57.700 κάτ.), που αποτελεί το μοναδικό λιμάνι της χώρας. Η μικρή αυτή πόλη είναι χτισμένη πάνω στο νησάκι Σεντ Μέρι, όπου ο Άγγλος πληρεξούσιος υπουργός των αποικιών Χ. Μπάθερστ (από τον οποίο η πόλη πήρε την παλαιότερη ονομασία της Bathurst) είχε δημιουργήσει μία βάση για να εμποδίσει το δουλεμπόριο που διεξήγαν οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί στη δυτική Αφρική· το λιμάνι της είναι σύγχρονο και καλά προφυλαγμένο.
Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα (οι πληθυσμοί με στοιχεία του 2002) είναι η Σερεκούντα (Serrekunda, 19.000 κάτ.), η Μπρικάμα (Brikama, 58.000 κάτ.) και η Μπακάου (Bakau, 52.000 κάτ.).Η οικονομία της χώρας αντιμετώπισε στη δεκαετία του 1980 σοβαρά προβλήματα, κυρίως λόγω της μεγάλης αύξησης του πληθυσμού, της εκτεταμένης διαφθοράς και του περιορισμού της τουριστικής κίνησης. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε και η δράση των πολυεθνικών εταιριών, οι οποίες λόγω των χαμηλών δασμών χρησιμοποιούσαν τη Γ. ως κέντρο πολλών δραστηριοτήτων τους. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει στη λήψη μέτρων μεταξύ των οποίων ήταν η υποτίμηση του νομίσματος, ο περιορισμός των δαπανών και η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας ήταν 2.500 εκατ. δολ. το 2001 και το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.770 δολ. Ο πληθωρισμός την ίδια χρονιά βρέθηκε στο επίπεδο του 3,4% και η ανεργία περίπου στο 25% του ενεργού πληθυσμού.Το μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων της Γ. ασχολείται με τη γεωργία (75% του ενεργού πληθυσμού), ενώ οι γεωργικές εκτάσεις καλύπτουν περίπου το ένα έκτο της συνολικής επιφάνειας του εδάφους και από αυτές το 80% είναι αφιερωμένο στις καλλιέργειες αραχίδων, τις οποίες επεξεργάζονται οι ντόπιοι στις εξειδικευμένες εγκαταστάσεις κοντά στην Μπανγιούλ. Το υπόλοιπο του καλλιεργήσιμου χώρου καλύπτεται από ρυζοκαλλιέργειες, βαμβακοκαλλιέργειες και καλλιέργειες προϊόντων που προορίζονται για τον επισιτισμό. Τα δάση, τα λιβάδια και οι βοσκότοποι καλύπτουν το 20% των εδαφών της χώρας και παρέχουν άφθονη ξυλεία (μαόνι κ.ά.).Η εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων είναι πολύ διαδεδομένη, κυρίως μεταξύ των πληθυσμών Φούλμπε. Η αλιεία κατά μήκος του ποταμού Γκάμπια και των δυτικών ακτών αποτελεί σημαντικό τομέα της οικονομίας. Τα ετήσια αλιεύματα ανέρχονταν το 1997 σε 32.000 τόνους.Η περίοδος της αποικιοκρατίας. Η ιστορία της Γ. πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων είναι συνδεδεμένη με την ιστορία της Γκάνα (8ος-9ος αι.). Η ανακάλυψή της από τους Ευρωπαίους οφείλεται σε δύο Ιταλούς που ενεργούσαν για λογαριασμό του πρίγκιπα της Πορτογαλίας Ερρίκου του Θαλασσοπόρου. Πιο συγκεκριμένα, ο Αλβίζε Κάντα Μόστο και ο Αντονιότο Ουζοντιμάρε ανέπλευσαν ένα μικρό τμήμα του ποταμού Γκάμπια το 1455 και ένα μεγαλύτερο τμήμα του τον επόμενο χρόνο, καταλαμβάνοντας τη νησίδα του Σεντ Άντριου, που έγινε εμπορικό κέντρο.
Όταν ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας έλαβε (1580) το στέμμα της Πορτογαλίας, ένας από τους διεκδικητές του θρόνου –που είχε καταφύγει στην Αγγλία– παραχώρησε τα εμπορικά δικαιώματα των ποταμών Σενεγάλη και Γκάμπια σε μία ομάδα Άγγλων εμπόρων. Οι τελευταίοι το 1588 έλαβαν παραχωρητικές επιστολές από τη βασίλισσα Ελισάβετ για δέκα χρόνια. Μετά από σύντομη ολλανδική κατοχή (1659-60), το έδαφος παραχωρήθηκε από τον Κάρολο Β’ της Αγγλίας στην Εταιρεία των βασιλικών εμπορευομένων με την Αφρική, μαζί με το ολιγοετές δικαίωμα μονοπωλιακής διεξαγωγής εμπορίου ανάμεσα στο Λευκό Ακρωτήριο και το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας (1661). Η Εταιρεία, που υπέστη μεταβολές στη συγκρότηση και στην ονομασία (1663-1732) διαλύθηκε το 1750. Η βρετανική κυβέρνηση την αντικατέστησε με μία νέα Εταιρεία εμπορευομένων με την Αφρική, στην οποία απαγόρευσε τη διεξαγωγή εμπορίου. Η Εταιρεία επιφορτίστηκε με την υποχρέωση της συντήρησης και του αμυντικού εξοπλισμού του συνόλου των αγγλικών φρουρίων της δυτικής Αφρικής (Γ., Σιέρα Λεόνε, Χρυσή Ακτή).
Από το 1765 έως το 1783 η Γ. αποσπάστηκε από τον έλεγχο της Εταιρείας για να αποτελέσει τμήμα της αποικίας της Σενεγάλης με την ονομασία Σενεγκάμπια. Με τη συνθήκη των Βερσαλιών (1783) ανακηρύχθηκε αγγλική κτήση. Το 1816, μετά την εγκατάσταση των Άγγλων στο νησί Σεντ Μέρι, η χώρα ενώθηκε με τη Σιέρα Λεόνε. Η διοικητική της εξάρτηση από την τελευταία συνεχίστηκε έως το 1843. Από τότε έως το 1888, η χώρα ενωνόταν πότε με τη Χρυσή Ακτή (παλαιά ονομασία της Γκάνα), πότε με τη Σιέρα Λεόνε και πότε και με τις δύο κατά τμήματα. Μια σειρά από ελάσσονες πολέμους, ενάντια σε μερικούς αρχηγούς φυλών που συνέχιζαν το δουλεμπόριο, κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. έδωσε στην Αγγλία την ευκαιρία να κυριαρχήσει στη χώρα, την οποία κατέστησε προτεκτοράτο το 1902· μόνο το νησί Σεντ Μέρι παρέμεινε αποικία. Η πολιτική και συνταγματική ανάπτυξη της Γ. που ξεκίνησε το 1915 εξελίχθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κατά το παραδοσιακό βρετανικό πρότυπο και οδήγησε τη χώρα, μέσω διαδοχικών φάσεων, στην αυτονομία (4 Οκτωβρίου 1963).
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Η Γ. κατέστη ανεξάρτητη χώρα στις 18 Φεβρουαρίου 1965, στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Πρωθυπουργός του νέου κράτους ορίστηκε ο Ντάουντα Τζαουάρα. Στις 24 Απριλίου 1970 έλαβε χώρα δημοψήφισμα που οδήγησε στην εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο Τζαουάρα –που είχε ήδη αποκτήσει τον τίτλο του σερ– ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της νεοπαγούς δημοκρατίας. Στο ίδιο αξίωμα επανεξελέγη το 1972 και το 1977. Το 1980 η κυβέρνηση Τζαουάρα ζήτησε από τη γειτονική Σενεγάλη την αποστολή στρατευμάτων στην Γ. για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης. Ωστόσο, λίγο αργότερα και ενώ ο Τζαουάρα βρισκόταν στη Βρετανία, στην Γ. εκδηλώθηκε πραξικόπημα· οι αξιωματικοί σχημάτισαν επαναστατικό συμβούλιο και ανακήρυξαν τον Σάμπα Σανιάνγκ αρχηγό του κράτους. Τα στρατεύματα της Σενεγάλης όμως συνέβαλαν στην καταστολή της ανταρσίας, καθώς η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση ανάγκης και πραγματοποιήθηκαν εκατοντάδες συλλήψεις. Τα γεγονότα οδήγησαν στη δημιουργία της συνομοσπονδίας μεταξύ των δύο χωρών υπό την ονομασία Σενεγκάμπια. Πρόεδρος της συνομοσπονδίας ορίστηκε ο αρχηγός του κράτους της Σενεγάλης Αμπντού Ντιούφ και αντιπρόεδρος ο Τζαουάρα. Στις προεδρικές εκλογές του 1982 στην Γ., ο τελευταίος απέσπασε ποσοστό 72% και το κόμμα του (Λαϊκό Προοδευτικό Κόμμα) κατέλαβε την πλειοψηφία των εδρών. Οι κατηγορίες όμως για οικονομικές ατασθαλίες, διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της Γ., τις πρώτες δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία της. Στις εκλογές του 1987, το κόμμα του Τζαουάρα κέρδισε πάλι τις εκλογές αλλά λίγο αργότερα η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα απόπειρα πραξικοπήματος. Στην απόπειρα αναμείχθηκε το όνομα του Σανιάνγκ, ο οποίος το διάστημα έκεινο βρισκόταν στο εξωτερικό.
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Τζαουάρα ως πρόεδρος της διάσκεψης των αρχηγών κρατών της οικονομικής κοινότητας Δυτικής Αφρικής, συνέβαλε στις προσπάθειες διαμεσολάβησης για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Λιβερία. Στα πλαίσια της διαμεσολάβησης έστειλαν στην περιοχή της κρίσης στρατιωτικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και μονάδες της Γ. Το 1991 μία από τις μονάδες που μόλις είχε επιστρέψει από τη Λιβερία, στασίασε ζητώντας την πληρωμή των μισθών της, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν συλλήψεις.
Ο Τζαουάρα επανεξελέγη για έκτη φορά πρόεδρος τον Απρίλιο του 1992 με ποσοστό 58%. Στις βουλευτικές εκλογές το κόμμα του διατήρησε την απόλυτη πλειοψηφία. Μετά τις εκλογές, ο Τζαουάρα εγκατέλειψε το υπουργείο Άμυνας και έδωσε αμνηστία στα μέλη μιας εκτός νόμου αριστερής οργάνωσης, ενώ επέτρεψε τη συμμετοχή κάποιας άλλης στις πολιτικές διαδικασίες. Στις 22 Ιουλίου 1994 ένα αναίμακτο πραξικόπημα ανέτρεψε τον Τζαουάρα μετά την επιστροφή του από επίσκεψη στις ΗΠΑ. Δυσαρεστημένοι στρατιώτες πραγματοποίησαν διαμαρτυρίες ζητώντας καθυστερημένους μισθούς και κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις στην πρωτεύουσα. Την εξουσία ανέλαβε μία ομάδα νεαρών αξιωματικών, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Γιάχια Τζάμε. Η ομάδα αυτοανακηρύχθηκε σε προσωρινό διοικητικό συμβούλιο των ενόπλων δυνάμεων. Ο Τζαουάρα εγκατέλειψε τη χώρα με αμερικανικό πολεμικό πλοίο που βρισκόταν στην περιοχή για γυμνάσια και ζήτησε άσυλο στη Σενεγάλη.
Το πενταμελές συμβούλιο του Τζάμε ανέστειλε το σύνταγμα και απαγόρευσε κάθε πολιτική δραστηριότητα. Το νέο καθεστώς ανέλαβε την προσπάθεια να αποκαταστήσει την κρατική περιουσία, την οποία είχαν καταχραστεί διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι και υποσχέθηκε επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση μετά την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης καταπολέμησης της διαφθοράς. Ο Τζάμε ορκίστηκε αρχηγός του κράτους και όλα τα μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης αφέθηκαν ελεύθερα εκτός από όσους διώκονταν για αδικήματα κατά του δημοσίου. Το νέο καθεστώς προχώρησε σε εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις και στον δημόσιο τομέα ενώ πολλοί υπουργοί δικάστηκαν επανειλημμένα για καταχρήσεις. Η ΕΕ εξέφρασε την απογοήτευσή της για την καθυστέρηση στη διαδικασία αποκατάστασης της πολιτικής διακυβέρνησης. Τον Αύγουστο του 1996 οι πολίτες της Γ. ψήφισαν σε δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα, γεγονός που αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα στη διαδικασία επιστροφής σε εκλεγμένη διακυβέρνηση μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα το 70,4% των εκλογέων ενέκρινε το νέο σύνταγμα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκαν προεδρικές εκλογές που ανέδειξαν νικητή τον Τζάμε. Τον Ιανουάριο του 1997 το κόμμα του Τζάμε (Συμμαχία για Πατριωτικό Αναπροσανατολισμό) θριάμβευσε στις βουλευτικές εκλογές.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μετά από σύντομη περίοδο σχετικής ηρεμίας, η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα οξύνθηκε. Ο ηγέτης του αντιπολιτευόμενου Ενωμένου Δημοκρατικού Κόμματος Ουσάινου Νταρμπό κατηγόρησε την κυβέρνηση για απρόκλητες συλλήψεις και προπηλακισμούς οπαδών του. Κατά τα μέσα του 2000 ξέσπασαν φοιτητικές ταραχές που κατέληξαν στον θάνατο τουλάχιστο δώδεκα πολιτών. Μπροστά στον κίνδυνο πλήρους εκτροπής ο πρόεδρος Τζάμε ανακοίνωσε την άρση του αποκλεισμού από τη συμμετοχή στις εκλογές όλων των πολιτικών δυνάμεων. Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα σχημάτισαν έναν ενιαίο συνασπισμό για να αντιμετωπίσουν τον Τζάμε στις προεδρικές εκλογές. Ο σκοπός τους όμως δεν επιτεύχθηκε και ο Τζάμε επανεξελέγη με ποσοστό 53%. Η κυριαρχία του στην πολιτική σκηνή της Γ. επιβεβαιώθηκε τον Ιανουάριο του 2002, όταν το κόμμα του επικράτησε στις βουλευτικές εκλογές στις οποίες δεν έλαβε μέρος το Ενωμένο Δημοκρατικό Κόμμα του βασικού του πολιτικού αντιπάλου Ουσάινου Νταρμπό.Η Γ. φιλοξενεί τους ίδιους πληθυσμούς που ζουν στα όρια της επικράτειάς της (Μαντίνγκο, Σαρακολέ, Φούλμπε, Ουολόφ, Ντιόλα κ.ά.). Το ανθρώπινο στοιχείο της Γ. πολύ λίγο διαφέρει από αυτό της Σενεγάλης· ούτε καν η αγγλική διοίκηση, που είναι αισθητά διαφοροποιημένη από τη γαλλική στις αποικίες, κατόρθωσε να μεταβάλει τις συνθήκες στις δύο χώρες. Κατά μήκος του ποταμού κυριαρχούν οι πληθυσμοί Μαντίνγκο, που είναι μακρινοί απόγονοι των πληθυσμών που δημιούργησαν το βασίλειο του Μάλι· οι Μαντίνγκο είναι αγρότες από παράδοση αλλά και τολμηροί έμποροι. Υπόλειμμα ταξικού διαχωρισμού στους Μαντίνγκο αποτελεί η κοινωνική κατηγορία των βιοτεχνών που θεωρούνται ιδιαίτερη κάστα· στους βιοτέχνες συγκαταλέγονται οι υφαντουργοί, που κάποτε ήταν ονομαστοί και πέρα από τα σύνορα της χώρας για τα πολύτιμα υφάσματά τους.
Μία άλλη εθνότητα της Γ. (που δεν συναντάται παρά σποραδικά στη Σενεγάλη) είναι οι Ακού, απόγονοι των σκλάβων, που έφτασαν σε μεγάλο αριθμό από τη Σιέρα Λεόνε, το 1820. Αυτοί διακρίνονται από τους άλλους κατοίκους της χώρας λόγω της ευρωπαϊκής ενδυμασίας τους. Στη χώρα ζουν επίσης και Συρολιβανέζοι, κάτοχοι μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, καθώς και Μαυριτανοί ζωέμποροι, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη Σενεγάλη. Σε ό,τι αφορά τις οικογενειακές δομές, παρατηρούνται ακόμα κατάλοιπα της παραδοσιακής μητριαρχίας αλλά ο ισλαμισμός ευνόησε την πατριαρχική αντίληψη της οικογένειας.
Η είσοδος της αγοράς της Μπανγιούλ, πρωτεύουσας της Γκάμπια.
Χαρτονόμισμα των 100 νταλασί, που εκδόθηκε το 2002.
Φωτογραφία των εκβολών του ποταμού Γκάμπια στον Ατλαντικό ωκεανό, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)
Dictionary of Greek. 2013.